- υπολογιστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικόςμτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» — ο υπολογιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.